- οινώδης
- -ες (ΑΜ οἰνώδης, -ῶδες) [οίνος]αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη σύσταση ή τη γεύση, οινοειδής («οἰνώδεις ῥοαί», Αριστοτ.)αρχ.1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιού, σκούρος κόκκινος2. (για σταφύλι) αυτός που περιέχει κρασί ή που παράγει πολύ κρασί («οἰνώδεις καρποί», Θεόφρ.)3. αυτός που περιέχει μικρή ή μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνῶδεςη οσμή τού οίνου («ἀναπνέων οἰνῶδες», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.